τούρλωμα

τούρλωμα
το, -ατος
1. συσσώρευση σε σχήμα λόφου: Το τούρλωμα της κοπριάς των ζώων.
2. διόγκωση, εξόγκωση, φούσκωμα: Τούρλωμα του στήθους.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τούρλωμα — το, Ν [τουρλώνω] το να τουρλώνει κάτι, η πράξη και το αποτέλεσμα τού τουρλώνω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”